- προσκαταγελώ
- -άω, Ακαταγελώ, περιγελώ κάποιον επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταγελῶ «περιπαίζω, χλευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκαταγέλαστος — ον, Α [προσκαταγελῶ] ο επί πλέον γελοίος, καταγέλαστος … Dictionary of Greek